δέσει

δέσει
δέσις
binding together
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
δέσεϊ , δέσις
binding together
fem dat sg (epic)
δέσις
binding together
fem dat sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Οιδίπους — Μυθικός ήρωας του θηβαϊκού κύκλου. Οι γονείς του, ο βασιλιάς των Θηβών Λάιος και η βασίλισσα Ιοκάστη, μόλις γεννήθηκε τον παράδωσαν σε ένα βοσκό για να τον αφήσει στον Κιθαιρώνα να πεθάνει, επειδή το δελφικό μαντείο τους είχε προφητέψει πως το… …   Dictionary of Greek

  • αόριστος — Χρόνος ρήματος που φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα έγινε στο παρελθόν. Είναι χρόνος στιγμιαίος, ενώ υπάρχει ενεργητικός, παθητικός και δεύτερος παθητικός. Λέγεται και αρχικός χρόνος, γιατί από το θέμα του σχηματίζονται οι στιγμιαίοι… …   Dictionary of Greek

  • βρακί — το (Μ βρακίον και βρακίν) [βράκα (Ι)] αντρικό ή γυναικείο εσώρουχο, περισκελίδα, σώβρακο ή κυλότα νεοελλ. Ι. φρ. 1) «τά κανε στο βρακί του», «γέμισε τα βρακιά του» ή «έχεσε τα βρακιά του» φοβήθηκε πολύ ή ένιωσε ανέλπιστη χαρά 2) «αυτοί οι δυο… …   Dictionary of Greek

  • βώκος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από την Ύδρα. 1. Αναστάσιος. Υπηρέτησε στις γολέτες του Δημ. Βώκου (1821 25) και διακρίθηκε στους αποκλεισμούς της Καρύστου, της Κασσάνδρας και του Ωρωπού. 2. Ανδρέας. Πατρικό επώνυμο του ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • δεσίδι — το 1. αυτό με το οποίο συνδέουμε ή περισφίγγουμε 2. το δέσιμο, το να δέσει κανείς κάποιον 3. η προσαρμογή πολύτιμου λίθου σε κόσμημα 4. η στερέωση, η ισχυροποίηση …   Dictionary of Greek

  • κορδάτος — η, ο [κόρδα] (για πολτώδες γλύκισμα) αυτό που κατά τη ροή του έχει δέσει αρκετά, που η ροή του μοιάζει με κορδόνι …   Dictionary of Greek

  • κόρδα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 94 μ., 258 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, στην πεδιάδα, 33 χλμ. ΒΑ της Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σελλάνων. * * * η (Μ κόρδα) 1. η χορδή μουσικού οργάνου, τόξου ή… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • μαντιλοδεμένος — η, ο αυτός που έχει δέσει μαντίλι στο κεφάλι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαντίλι + δεμένος (πρβλ. αλυσο δεμένος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”